- στερνοβριθής
- στερνο-βρῑθής, ές,A with a strong chest,
ἵπποι Polyaen.4.7.12
(v.l. στενο-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἵπποι Polyaen.4.7.12
(v.l. στενο-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στερνοβριθής — ές, Α αυτός που έχει γερό στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. σιδηρο βριθής] … Dictionary of Greek
στερνοβριθεῖς — στερνοβριθής with a strong chest masc/fem acc pl στερνοβριθής with a strong chest masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίθος — βρῑθος, το (Α) βάρος, φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής αρχ. αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής… … Dictionary of Greek
στενοβριθής — ές, Α (δ. ανάγν.) στερνοβριθής* … Dictionary of Greek